Κρασνοντάρ

Κρασνοντάρ
(Krasnodar). Πόλη (644.900 κάτ. το 2003) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (76.000 τ. χλμ., 4.987.600 κάτ. το 2002). Χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Κουμπάν, 250 χλμ. ΝΔ του Poστόφ, είναι σημαντικό ποτάμιο λιμάνι και σιδηροδρομικός κόμβος στη γραμμή Βόλγκογκραντ-Νοβοροσίσκ. Το Κ. αναπτύχθηκε αρχικά ως γεωργικό και εμπορικό κέντρο και ήταν τόπος σημαντικών εμπορικών εκθέσεων. Σήμερα η πόλη διαθέτει πολλές βιομηχανίες με μεγάλη κίνηση, ιδιαίτερα στους τομείς των τροφίμων, της μεταλλουργίας και της πετρελαιοχημείας. Ο τελευταίος κλάδος αντιπροσωπεύεται από μεγάλα διυλιστήρια που κατεργάζονται το αργό πετρέλαιο, το οποίο προέρχεται από τα κοιτάσματα της περιοχής του Μαϊκόπ. Ιστορία. Η Κ. ιδρύθηκε το 1794 από την Αικατερίνη Β’, προς τιμήν της οποίας ονομαζόταν, έως το 1920, Εκατερίνονταρ. Τον 19o αι. υπήρξε το κυριότερο κέντρο της περιοχής του Κουμπάν, όπου στάθμευαν τα στρατιωτικά τμήματα, τα οποία, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είχαν την προσωνυμία Κοζάκοι του Κουμπάν. Μία πλατεία της ρωσικής πόλης Κρασνοντάρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πλατόνοφ, Αντρέι Πλατόνοβιτς — (Κρασνοντάρ 1900 – Μόσχα 1951). Ρώσος συγγραφέας. Από φτωχή οικογένεια εργατών, ξεκίνησε ως ποιητής, αλλά γνώρισε ξαφνική και μεγάλη επιτυχία το 1929 με τα μυθιστορήματα του Ο αμφίβολος Μακάρ και, το 1931, με το Για καλό σκοπό, έργα με ζωηρή και… …   Dictionary of Greek

  • Σεμερτζίδης, Βάλιας — (Κρασνοντάρ, Καύκασος 1911 – Αθήνα 1983). Ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν από τον Πόντο και η μητέρα του Ρωσίδα. Ήρθε στην Ελλάδα το 1923 με την οικογένειά του. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και εργάστηκε κοντά στον Κ. Παρθένη από το 1932 έως το… …   Dictionary of Greek

  • Κουμπάν — (Kuban). Ποταμός (940 χλμ.) της Ρωσίας, στην περιοχή Σταυρούπολης και Κρασνοντάρ. Πηγάζει από την οροσειρά του Καυκάσου. Σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Ουλουκάμ και Ουτσκουλάν και εκβάλλει στον κόλπο Τεμριούκ της Αζοφικής θάλασσας. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Αδιγέας, Δημοκρατία — (Adygeja).Δημοκρατία (7.600 τ. χλμ., 448.900 κάτ. το 2000) της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο βορειοδυτικό τμήμα του Καυκάσου, στην αριστερή όχθη των ποταμών Κουμπάν και Λάμπα. Πρωτεύουσα είναι η Μαϊκόπ (167.000 κάτ. το 2002). Το κλίμα είναι εύκρατο,… …   Dictionary of Greek

  • Γκούρβιτς, Γκέοργκι Νταβίντοβιτς — (Georgy Davidovich Gurvich,Νοβοροσίσκ, Κρασνοντάρ 1894 – Παρίσι 1965).Ρώσος κοινωνιολόγος και νομικός. Έζησε στη Γαλλία και δίδαξε στη Σορβόνη, στο Παρίσι. Ξεκινώντας από θέσεις που θεωρούσαν την άμεση εποπτεία ως μόνη πηγή γνώσης, προχώρησε σε… …   Dictionary of Greek

  • Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… …   Dictionary of Greek

  • Ταμάν — Κοζάκικος οικισμός της περιφέρειας Τεμριούκ της περιοχής του Κρασνοντάρ. Είναι λιμάνι στην ακτή του ομώνυμου κόλπου. Εκεί, τον 6o αι. π.Χ. οι Έλληνες ίδρυσαν την πόλη Ερμώνασα που ανήκε στο βασίλειο του Βοσπόρου. Από τον 10o έως τον 12o αι. στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”